υποβλητικότητα

υποβλητικότητα
η
κατάσταση που ασκεί υποβολή (βλ. λ.), κατάσταση κατάλληλη να εμπνεύσει ιδέες ή συναισθήματα: Η υποβλητικότητα της απαγγελίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποβλητικότητα — η, Ν [υποβλητικός] η ιδιότητα τού υποβλητικού …   Dictionary of Greek

  • μπάσο — (Ουένο 1643 – Οσάκα 1694). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιάπωνα ποιητή Μανεφούσα Ματσούο. Υπήρξε οξύς παρατηρητής της φύσης την οποία περιέγραψε στα περιπαθή ταξιδιωτικά ημερολόγιά του, γραμμένα ανάμεικτα σε πεζό και στίχους. Ως ποιητής έδωσε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… …   Dictionary of Greek

  • άουτο — (auto). Ειδική ισπανική και πορτογαλική θεατρική σύνθεση σε μια πράξη με αποκλειστικά θρησκευτικό περιεχόμενο. Το ιβηρικό ά. αντιστοιχεί στα μυστήρια και στα λειτουργικά δράματα της υπόλοιπης μεσαιωνικής Ευρώπης. To αρχαιότερο δείγμα του… …   Dictionary of Greek

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

  • Βιλάρ, Ζαν — (Jean Vilar, Σετ 1912 – 1970). Γάλλος σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου. Μαθητής και συνεργάτης του Ντιλέν, ο Β. εμφανίστηκε αρχικά ως ηθοποιός και μόνο αργότερα επιδόθηκε στη σκηνοθεσία (1943). Το 1944 επιβλήθηκε οριστικά ως σκηνοθέτης. Το… …   Dictionary of Greek

  • Βισπιάνσκι, Στανισλάβ — (Stanislaw Wyspiaski, Κρακοβία 1869 – 1907). Πολωνός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, ζωγράφος και σκηνογράφος. Ενώ ήταν ακόμα φοιτητής πραγματοποίησε μια σειρά από ταξίδια στις κυριότερες ευρωπαϊκές πόλεις, όπου ήρθε σε επαφή με τις πιο… …   Dictionary of Greek

  • Κουπέρους, Λουί Μαρί Αν — (Louis Marie Anne Couperus, Χάγη 1863 – Ντε Στεγκ, Άρνχαϊμ 1923). Ολλανδός συγγραφέας. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, έζησε πολύ καιρό στη Νίκαια, στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (νησιά της Καραϊβικής) και στην Ιταλία. Αφού απέτυχαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Λόενσταϊν, Ντάνιελ Κάσπερ φον- — (Daniel Casper von Lohenstein, Νιμπτς, Σιλεσία 1635 – Μπρέσλαου 1683). Γερμανός ποιητής, πεζογράφος και δραματικός συγγραφέας. Λαμπρός δικηγόρος, εξελέγη το 1670 δήμαρχος του Μπρέσλαου και κατόπιν, σε μια αποστολή στην Αυλή της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • Λορεντζέτι — (Lorenzetti). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών ζωγράφων. 1. Αμπρότζιο (Ambrogio, Σιένα, περ. 1290 – 1348;). Εργάστηκε στη Φλωρεντία και στη Σιένα από το 1319 έως το τέλος της ζωής του, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του αδελφού του Πιέτρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”